Τα δύο τρίτα των ανθρώπων φέρονται να το έχουν βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Ο λόγος για το deja vu, ένα τερτίπι της μνήμη μας. Τι είναι όμως το deja vu, τι το προκαλεί και έχει άραγε επιπτώσεις;
Τι είναι το deja vu;
Το deja vu, ένας γαλλικός όρος που μεταφράζεται ως «ήδη είδα», είναι μια πολύ συνηθισμένη αίσθηση. «Το Deja vu είναι εκπληκτικό», δήλωσε ο Akira O’Connor, ανώτερος λέκτορας στη Σχολή Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου του St Andrews, στο BBC. «Με επιστημονικούς όρους είναι μια ακατάλληλη αίσθηση οικειότητας για κάτι που γνωρίζουμε ότι είναι άγνωστο» πρόσθεσε.
«Αλλά αυτό που πραγματικά αιχμαλωτίζει τους ανθρώπους είναι η μνήμη σας να σας λέει ένα πράγμα, αλλά εσείς να γνωρίζετε και να συνθέτετε ότι αυτό που σας λέει η μνήμη σας είναι λάθος».
Αλλά τι το προκαλεί στην πραγματικότητα; Για πάνω από έναν αιώνα οι μελετητές είχαν διάφορες θεωρίες σχετικά με το τι προκαλεί την εμπειρία. Ο όρος πιθανώς επινοήθηκε τη δεκαετία του 1870 από τον Γάλλο φιλόσοφο Emile Boirac σε ένα βιβλίο με τίτλο «Η ψυχολογία του μέλλοντος».
Οι θεωρίες για το που οφείλεται στηρίζονταν σε παραφυσικές ή υπερφυσικές αιτίες μέχρι θέματα χρονισμού. Με την πιο πρόσφατη θεωρία να υποστηρίζει ότι οφείλεται στο ότι το σήμα του ενός ματιού – ή η τροφοδοσία ενός νευρώνα – φτάνει στον εγκέφαλο ελαφρώς πιο γρήγορα από το άλλο.
Τι προκαλεί το deja vu;
Αν και δεν υπάρχει οριστική απάντηση στο τι προκαλεί το deja vu, υπάρχουν ορισμένες πιθανές επιστημονικές εξηγήσεις.
Ο Dr O’Connor, εξήγησε: «Αυτό που πιστεύουμε ότι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του deja vu εξαρτάται από την κατανόηση της οργάνωσης του εγκεφάλου. Υπάρχει ένα τμήμα του εγκεφάλου στον μεσαίο κροταφικό λοβό – το τμήμα του εγκεφάλου που βρίσκεται κοντά στα ζυγωματικά και τα αυτιά σας – το οποίο σχετίζεται με τη δημιουργία αναμνήσεων και σας δίνει την αίσθηση ότι θυμάστε πράγματα. Υπάρχει ένα άλλο τμήμα του εγκεφάλου σας στο μπροστινό μέρος του μετώπου, ο μετωπιαίος φλοιός, που σχετίζεται με αυτό που αποκαλούμε ανώτερης τάξης νόηση. Δηλαδή με πράγματα όπως ο συλλογισμός, η λήψη αποφάσεων και ο έλεγχος των γεγονότων».
Το Deja vu μπορεί να συμβεί όταν, για κάποιο λόγο κάτι πάει στραβά στον μέσο κροταφικό λοβό που πυροδοτεί μια αίσθηση μνήμης γνωστή ως οικειότητα. Ο εγκέφαλος τότε υπερδιεγείρεται και αρχίζει να δίνει σήμα ότι έχετε ξαναζήσει αυτό το γεγονός στο παρελθόν.
Αυτή η αίσθηση πιστεύεται ότι στη συνέχεια περνάει από τον μετωπιαίο φλοιό, όπου ο εγκέφαλος θα επεξεργαστεί αν υπάρχει πιθανότητα να έχετε βιώσει την κατάσταση στο παρελθόν. Μόλις οι διεργασίες ελέγχου των γεγονότων καθορίσουν ότι δεν είναι δυνατόν να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, ο μετωπιαίος φλοιός θα σηματοδοτήσει ότι η αίσθηση ήταν λάθος – ολοκληρώνοντας τον κύκλο του deja vu.
Υπάρχουν οφέλη;
Οι έρευνες δείχνουν ότι η συχνότητα του deja vu μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία. Ο Dr O’Connor τονίζει: «Γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να αναφέρουν deja vu περίπου στην ηλικία των 5 ετών. Κορυφώνεται στα μέσα της δεκαετίας των 20, πριν τελικά μειωθεί κατά τη μέση ηλικία.
Αλλά η εμπειρία του deja vu μπορεί έχει και θετικά οφέλη. Το φαινόμενο είναι ένα σημάδι ότι το τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει τα γεγονότα λειτουργεί σωστά και σας βοηθά να θυμάστε με ακρίβεια καταστάσεις ή γεγονότα.
«Νομίζω ότι επειδή οι άνθρωποι τείνουν να σκέφτονται το deja vu ως ένα μικρό λάθος μνήμης, οι άνθρωποι τείνουν να ανησυχούν γι’ αυτό. Αλλά σε γενικές γραμμές, θα έλεγα ότι είναι ένα σημάδι ενός καλού, υγιούς εγκεφάλου και μυαλού».
To «Jamais vu»
Το deja vu δεν είναι η μόνη ψευδαίσθηση της μνήμης. Το «Jamais vu», που σημαίνει «δεν το έχω δει ποτέ», είναι το αντίθετο του deja vu και περιγράφει την εμπειρία του να αισθάνεσαι άγνωστο κάτι που σου είναι πολύ οικείο.
«Πολλοί είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα έχουν βιώσει την αίσθηση να κοιτούν μια λέξη τόσο πολύ που αρχίζει να σου φαίνεται ότι γράφεται λάθος ή ότι αμφιβάλλεις ότι είναι πραγματικά μια λέξη».
Σε αντίθεση με το deja vu, το jamais vu είναι μια ιδιορρυθμία της μνήμης που μπορεί να προκληθεί εύκολα. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας, ο O’Connor και ο συνάδελφός του μελέτησαν τις αισθήσεις που ένιωθαν οι συμμετέχοντες όταν τους ζητήθηκε να κοιτάξουν ή να γράψουν επανειλημμένα μια σειρά από λέξεις ξανά και ξανά.
«Διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο πιθανό να βιώσουν την αίσθηση της μη οικειότητας για τις πιο συχνά. Υποθέτω ότι αυτό είναι λογικό, διότι αν πρόκειται να νιώσετε οποιοδήποτε είδος μη οικειότητας, θα σας φανεί πιο περίεργο αν πρόκειται για κάτι που είναι εξαιρετικά κοινό και οικείο σε εσάς».