Οι νίντζα, παρά τη διαδεδομένη εικόνα του μαυροντυμένου πολεμιστή με κουκούλα, στην πραγματικότητα δεν κυκλοφορούσαν έτσι στην καθημερινότητά τους. Το μαύρο κοστούμι που έχουμε συνηθίσει προέρχεται από το ιαπωνικό κουκλοθέατρο, όπου οι κουκλοπαίκτες φορούσαν μαύρα για να «εξαφανίζονται» στη σκηνή. Αυτή η εικόνα πέρασε αργότερα στις ταινίες και τα κόμικς, αλλά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Στην πράξη, οι νίντζα ήταν ειδικοί στις μεταμφιέσεις. Έπρεπε να περνούν απαρατήρητοι, να κάνουν κατασκοπεία ή να διεισδύουν σε εχθρικά μέρη, οπότε ντύνονταν σαν απλοί χωρικοί, έμποροι, μοναχοί ή ακόμα και γυναίκες του βουνού, ανάλογα με το πού βρίσκονταν και τι ήθελαν να πετύχουν. Το σημαντικό ήταν να «χαθούν» μέσα στο πλήθος, όχι να ξεχωρίζουν. Ένας νίντζα που θα κυκλοφορούσε με μαύρα ρούχα θα τραβούσε αμέσως τα βλέμματα, κάτι που ήταν ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήθελε.
Ένα χαρακτηριστικό αξεσουάρ που προτείνεται στα παλιά εγχειρίδια είναι το παραδοσιακό ψάθινο καπέλο (amigasa), που βοηθούσε να κρύβουν το πρόσωπό τους και να παρατηρούν διακριτικά τους άλλους. Επίσης, χρησιμοποιούσαν κάπες ή αδιάβροχα για να αλλάζουν γρήγορα μεταμφίεση χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Το χρώμα των ρούχων τους άλλαζε ανάλογα με το περιβάλλον: σκούρα μπλε, καφέ, γκρι ή ό,τι άλλο ταίριαζε στο μέρος που κινούνταν, ώστε να «δένουν» με το τοπίο.
Αν έπρεπε να πολεμήσουν, φορούσαν απλή, ελαφριά πανοπλία που δεν περιόριζε τις κινήσεις τους. Πάντα είχαν μαζί τους κάποιο κομμάτι ύφασμα που μπορούσε να λειτουργήσει ως ζώνη, κορδέλα ή μάσκα, ανάλογα με την ανάγκη.
Με δυο λόγια, οι νίντζα ντύνονταν σαν καθημερινοί άνθρωποι της εποχής τους και άλλαζαν εμφάνιση όποτε χρειαζόταν. Αυτό που βλέπουμε στις ταινίες είναι μύθος – η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο «γήινη» και πρακτική.