Όταν αντικρύζουμε μία φυσιογνωμία τόσο περίπλοκη και τόσο προμηθεϊκή, όπως του Άλμπερτ Αϊνστάιν, αναζητούμε αμέσως την καθησυχαστική απλότητα του μύθου. Ήταν επιστήμονας όσο και καλλιτέχνης, και το τολμηρό άλμα του πέρα από τον Νεύτωνα, πέρα από την διακρίβωση των φυσικών φαινομένων από τις περιορισμένες ανθρώπινες αισθήσεις, άνοιξε το κουτί της Πανδώρας της πυρηνικής εποχής. Έμοιαζε σαν να προκαλή τον ίδιο τον Θεό.
Κάποτε έγραφε ο ίδιος: «Όταν εξετάζω τον εαυτό μου και τις μεθόδους της σκέψης μου, καταλήγω στο συμπέρασμα πως το χάρισμα της φαντασίας σήμαινε περισσότερα για μένα παρά το ταλέντο μου να αφομοιώνω γνώσεις». Άλλοτε πάλι έτεινε να συγκρίνη τον εαυτό του με τον Δον Κιχώτη, καθώς αντιπάλαιε με τους μύλους του πολέμου, της αγνοίας και των προκαταλήψεων. Αλλά ούτε κι’ αυτό το σχήμα δεν μπορούσε να τον χωρέση. Το γεγονός ήταν ότι, παρά την μεγαλοφυΐα του, την ευφυΐα του, τις εκκεντρικότητές του, επρόκειτο για ένα αυθεντικό ανθρώπινο ον, καταδικασμένο να ζη τις αντιφάσεις της εποχής του, ένας ειρηνιστής που κατέληξε να υποστηρίζη τον πόλεμο, ένας θιασώτης της αγαθότητος του ανθρώπου αναγκασμένος να αντικρύζη την απανθρωπιά των συνανθρώπων του, ένας μοναχικός που έγινε διάσημος, ένας πρωτοπόρος της επιστήμης, που πρόλαβε να γίνη, πριν πεθάνη, μύθος και, στα ίδια του τα λόγια, «έκθεμα για μουσεία».
Στη μεγάλη και λαμπρή βιογραφία του, η οποία μόλις κυκλοφόρησε, γραμμένη από τον Ρόναλντ Κλαρκ, οι μύθοι δεν έχουν θέση. Η βιογραφία αυτή είναι αποτέλεσμα προσεκτικών ερευνών, λεπτομερών αναζητήσεων, συστηματικής δουλειάς και αναζητήσεως όλων των πηγών που μπορούν να φωτίσουν την προσωπικότητα του Αϊνστάιν.
Το έργο είναι τεράστιο, γιατί δεν υπήρξε περιοχή, από την θρησκεία στην φιλοσοφία και από την πολιτική στη σύγχρονη φυσική, την οποία να μην είχε καλύψει ο Αϊνστάιν. Το έργο αυτό δεν είναι εγκώμιο και ο Κλαρκ χαρακτηρίζει την ζωή του Αϊνστάιν σαν μια τραγωδία. Και η τραγωδία αυτή εμφαίνεται σαφέστατα στο τέλος της ζωής του, όταν ο Αϊνστάιν αμφισβητεί, επίμονα και ζωηρά, τις κατευθύνσεις προς τις οποίες είχε τραπή η φυσική, με βάση τις ίδιες τις θεωρίες του.
«Εργάζομαι», έγραφε το 1948, «ακαταπόνητα για την επιστήμη, αλλά έχω γίνει ένας δαιμονισμένος αιρετικός, ο οποίος δεν θέλει η φυσική να στηρίζεται μόνο σε πιθανότητες». Εγωιστής δεν ήταν, κι’ αν είχε χαρή τους καρπούς της διασημότητος, αυτό δεν ήταν παρά ανθρώπινο.
Η ίδια όμως η επιστήμη ήταν γι’ αυτόν η ανταμοιβή του. Στα μέσα της ζωής του είχε απαντήσει στην παρατήρηση του Χέρμπερτ Σπένσερ «μία εικασία δολοφονημένη από ένα γεγονός» ότι «αργά ή γρήγορα, κάθε θεωρία μ’ αυτόν τον τρόπο δολοφονείται, μα αν η θεωρία έχει τίποτε καλό, το καλό αυτό ενσωματώνεται και συνεχίζεται στην επόμενη θεωρία».
Η εμπειρία δύο παγκοσμίων πολέμων, του αντισημιτισμού και μιας βάρβαρης πραγματικότητος, η οποία συνεχώς παρεμπόδιζε τον επιστήμονα να απολαύση την ήσυχη ζωή του, να παίζη το βιολί του και να χαίρεται τους περιπάτους του, ποτέ δεν αλλοίωσαν την θεμελιώδη πίστη του. Υπέμενε με αξιοπρέπεια και θάρρος. Ακόμα και στον σιωνισμό του, επέμενε για μια προσέγγιση με τους Άραβες, αντιδρούσε στην βία που συνώδευε την δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, τελικά όμως αναγνώρισε την αναγκαιότητά της, ακριβώς όπως είχε προηγουμένως απαρνηθή τον ειρηνισμό του, για να ζητήση την κατασκευή της ατομικής βόμβας, η οποία, στα χέρια των Γερμανών τους οποίους περιφρονούσε και εφοβείτο, θα είχε σημάνει την νίκη του ναζισμού.
Η «αγιοσύνη» που του απεδίδετο στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του. Σαν παιδί ήταν διανοητικά πρόωρο στην ανάπτυξή του, με μεγάλη αυτοπεποίθηση και με μια δόση αυθάδειας. Η ζωή όμως τον διέπλασε. Αν και κατήγετο από εβραϊκή οικογένεια, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του μακρυά από την ιουδαϊκή παράδοση. Μόνο στην τελευταία της περίοδο απέκτησε μια ζωντανή αίσθηση της εβραϊκής ταυτότητάς του και έναν βαθύ σεβασμό για την ιουδαϊκή παράδοση, από την οποία είχε απομακρυνθή. Γι’ αυτό και υπήρξε τόσο μεγάλη η συγκίνησή του, όταν του έγιναν κρούσεις για να διαδεχθή τον Βάιζμαν σαν πρόεδρος του κράτους του Ισραήλ.
Διατήρησε κάτι το παιδικό στην προσωπικότητά του και η ποιότητά του αυτή αποτελούσε και μια συνεχή ώθηση προς τις επιστημονικές ανακαλύψεις. Παρ’ όλο ότι συνεχώς ειρωνεύετο τις μουσικές του επιδόσεις, είναι γεγονός ότι η μουσική τον απολύτρωνε από την διανοητική του εργασία και του επέτρεπε να χειρίζεται στο υποσυνείδητό του δυσεπίλυτα προβλήματα. Ο γιος του περιγράφει την μουσική σαν το καταφύγιό του:
«Κάθε φορά που ένοιωθε ότι είχε φθάσει στο τέλος του δρόμου ή βρισκόταν αντιμέτωπος δυσκολιών στην δουλειά του, κατέφευγε στην μουσική, και αυτό συνήθως του επέτρεπε να ξεπεράση τις δυσκολίες του».
Τι ήταν εκείνο που τον ωθούσε προς τα εμπρός; Ασφαλώς όχι ο δυναμισμός. Ο ίδιος έλεγε: «Το σημαντικό είναι να μην παύσης να θέτης ερωτήματα. Η περιέργεια έχει τον λόγο της να υπάρχη. Δεν μπορείς να μην απορής με θαυμασμό, όταν αντιμετωπίζης το μυστήριο της αιωνιότητος, της ζωής, της θαυμαστής δομής της πραγματικότητος. Είναι αρκετό αν κανείς επιχειρή να καταλάβη κάτι από το μυστήριο αυτό κάθε ημέρα της ζωής του. Δεν πρέπει να χάσης ποτέ την ιερή αυτή περιέργεια».
*Άρθρο που έφερε τον τίτλο «Οι αντιφάσεις του Αϊνστάιν» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 1η Σεπτεμβρίου 1971. Συντάκτης του κειμένου, που είχε πρωτοδημοσιευτεί στους Los Angeles Times με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου Einstein – The life and times (συγγραφέας του, ο Ronald W. Clark), ήταν ο αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας Robert R. Kirsch (1922-1980).
Ο μέγας νομπελίστας φυσικός Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) γεννήθηκε στην πόλη Ουλμ της Γερμανίας στις 14 Μαρτίου 1879 και απεβίωσε στο Πρίνστον των ΗΠΑ στις 18 Απριλίου 1955.