Τέμπη: Το πόρισμα του ερευνητή για την έκρηξη που προκάλεσε την παρέμβαση του Αρείου Πάγου

Παραγγελία προκειμένου να διερευνηθούν σε βάθος όλες οι καταγγελίες και οι ισχυρισμοί των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, απέστειλε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Γεωργία Αδειλίνη, προς την Εισαγγελία Εφετών Λάρισας.

Η ανώτατη εισαγγελική λειτουργός επικαλείται τις διαμαρτυρίες των συγγενών των θυμάτων, οι οποίοι κάνουν λόγο για αναπάντητα ερωτήματα και για συγκάλυψη ευθυνών, υποστηρίζοντας πως «παρίσταται η ανάγκη να μεριμνήσετε, ώστε να ερευνηθεί και να απαντηθεί, μετά από αξιολόγηση, κατά την κρίση σας, κάθε ισχυρισμός και καταγγελία, που προβάλλεται από συγγενείς θυμάτων ή θύματα και τους συνηγόρους τους, ώστε το πέρας της ανάκρισης να μην αφήσει ουδεμία αμφιβολία ως προς το ότι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές διερεύνησαν κάθε πτυχή της υπόθεσης, επιτελώντας στο ακέραιο το καθήκον τους».

Ο Βασίλης Κοκοτσάκης, ο ειδικός πραγματογνώμονας σε θέματα πυρκαγιών, ο οποίος ορίστηκε ως Τεχνικός Σύμβουλος του Συλλόγου Οικογενειών Θυμάτων δυστυχήματος Τεμπών και είναι ο άνθρωπος, ο οποίος συνέταξε την έκθεση που ανέφερε την ύπαρξη εκρηκτικών ουσιών, που προέκυψε από την ανάλυση από το Γενικό Χημείο του Κράτους σε προσωπικά αντικείμενα ορισμένων θυμάτων.

Με την τελική τεχνική έκθεσή του, η οποία παραδόθηκε την Πέμπτη στις ανακριτικές αρχές της Λάρισας, προκειμένου να αξιοποιηθεί αλλά και να ενσωματωθεί στη σχετική δικογραφία, έρχεται να επιβεβαιώσει για ακόμα μία φορά ότι η αλλοίωση του χώρου με το «μπάζωμα» και την άτακτη μεταφορά υλικών από τον χώρο της τραγωδίας, ίσως και να έχει μη αναστρέψιμα αποτελέσματα για τη διακρίβωση της αλήθειας.

Από την έκθεση προκύπτει μεταξύ άλλων πως ό,τι απέμεινε από τα τρία βαγόνια-κοντέινερ της εμπορευματικής αμαξοστοιχίας, τα οποία βρέθηκαν στο μάτι του κυκλώνα της «πυρόσφαιρας», που αναλυτικά περιγράφει και θα μπορούσαν να δώσουν σημαντικά στοιχεία, δεν σημάνθηκαν ποτέ και δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν. «Στο Κουλούρι βρίσκονται όσα απέμειναν ατάκτως ερριμμένα, εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες, στις πλημμύρες του Ντάνιελ», λέει ο κ. Κοκοτσάκης προσθέτοντας ότι ουδείς φρόντισε να σημανθούν. Αποτέλεσμα ήταν οι λαμαρίνες που στοιβάχτηκαν η μία πάνω στην άλλη να μην μπορούν να αντιστοιχιστούν με βαγόνια.

Ο ίδιος προσπαθεί μέσω της τεχνικής του έκθεσης να ρίξει φως και στο τι δεν έγινε: «Βασικό στοιχείο της έρευνας είναι και η παρεμπόδισή της. Η μη τήρηση των απαραίτητων μέτρων για να διαφυλαχθεί η έρευνα, η οποία κανονικά ξεκινά από τη στιγμή του συμβάντος μέχρι την ώρα που ολοκληρώνεται. Αν βαθμομετρούσαμε σε κλίμακα από το 1 έως το 10, θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε ήδη στο 11. Εχουμε πλέον ελάχιστη αν όχι μηδενική πιθανότητα να πάρουμε αξιόπιστα δείγματα από τους χώρους. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να αναλυθούν περαιτέρω τα προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων, τα οποία διατηρήθηκαν όπως θα έπρεπε από την Τροχαία».

Ο κ. Κοκοτσάκης προσθέτει ότι στο εξωτερικό υπάρχουν εργαστήρια που μπορούν να προσομοιώσουν και να αναλύσουν τα δείγματα, δεδομένου πως εκεί θεωρούν αυτονόητο σε μία τραγωδία με 57 θύματα να τηρούν απαρέγκλιτα το πρωτόκολλο.

Οσο για το μπάζωμα του χώρου, η τεχνική έκθεση είναι καταπέλτης: «Ο χώρος “μολύνθηκε” γιατί πέραν των απολύτως απαραίτητων εργασιών διευθέτησης για επιχειρησιακούς λόγους που αναγκαστικά έγιναν, αλλοιώθηκε κιόλας αφού ικανή έκταση περίπου 2 στρεμμάτων μπαζώθηκε με φερτά υλικά όπως χαλίκια και μπετόν.

Κυρίως όμως το σημείο στο οποίο είχαν καταπέσει τμήματα (συντρίμμια) της επιβατικής αμαξοστοιχίας, αλλά και απόβλητα ή κατάλοιπα καύσης παρασυρμένα από τα νερά πυρόσβεσης, ίσως όμως και βιολογικό υλικό ανθρώπων, μπαζώθηκε με επιμελή και μόνιμο τρόπο, δηλαδή αφαίρεση του χώματος σε ικανό βάθος, πάχτωσή του με χοντρά εμποτισμένα χαλίκια λατομείου και κάλυψη με σκυρόδεμα επίσης ικανού πάχους.

Η ενέργεια αυτή δυσχεραίνει, αν δεν αποκλείει κιόλας, την έρευνα στο σημείο εκείνο και κυρίως τη λήψη δειγμάτων που ίσως βοηθούσαν στη διαφώτιση αρκετών από τα ερωτήματα της έρευνας», αναφέρει η έκθεση.

Οι δυσχέρειες στην έρευνα

Μεγάλο μέρος της τεχνικής έκθεσης καλύπτουν οι δυσχέρειες που αντιμετωπίστηκαν κυρίως από το μπάζωμα του χώρου. Αναφέρεται συγκεκριμένα πως είναι κρίσιμη η διατήρηση του χώρου αναλλοίωτου όπως ακριβώς διαμορφώθηκε από το συμβάν, αφού όλα τα ευρισκόμενα στον χώρο αυτόν υλικά (οργανικά και ανόργανα) θεωρούνται πειστήρια.

Ακόμα και οι παρεμβάσεις λόγω ανωτέρας βίας πρέπει να ακολουθούν συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Δηλαδή να χαρτογραφείται ο χώρος, τα μετακινούμενα υλικά να σημαίνονται, να φωτογραφίζονται και να καταγράφονται και οι ενέργειες αυτές να βιντεοσκοπούνται.

Ωστόσο στην περίπτωση των Τεμπών, πέραν της «μόλυνσης του χώρου», διαπιστώθηκε ότι:

  • Τα αντικείμενα – πειστήρια (συντρίμμια, χώματα) που μετακινήθηκαν από τον τόπο του συμβάντος έπρεπε να διαφυλαχτούν και προστατευτούν τόσο από τις καιρικές συνθήκες όσο και από τυχόν απόπειρά αλλοίωσης ή αφαίρεσης, μέτρα που δεν λήφθηκαν στον βαθμό που θα εξασφάλιζε την έγκαιρη – ασφαλή και αδιαμφισβήτητη έρευνα επ’ αυτών και τη διατήρηση τυχόν υπολειμμάτων – στοιχείων που θα βοηθούσαν προς τούτο.
  • Ο τρόπος και η επιλογή των χώρων από τους οποίους ελήφθησαν τα δείγματα για χημική ανάλυση είναι μεθοδολογικά μη ορθός, γιατί τα περισσότερα δείγματα έχουν ληφθεί από το βόρειο τοιχίο αντιστήριξης και όχι από τον χώρο που έγινε η καύση – έκρηξη. (Πιθανότατα δεν ελήφθησαν, γιατί ο χώρος είχε διαμορφωθεί και αλλοιωθεί και υπήρχε και χρονική καθυστέρηση λήψης δειγμάτων, γεγονός που καθιστούσε πλέον τα δείγματα επισφαλή και όχι αντιπροσωπευτικά.
  • Δεν ελήφθησαν έγκαιρα δείγματα λαμαρινών με αιθάλες από τα κοντέινερ εμπορικής, κυλικείο επιβατικής, που αποδεδειγμένα συμμετείχαν στο φαινόμενο της πυρόσφαιρας, για ανάλυση και διαπίστωση υλικών καύσης.

Οι προτάσεις του εμπειρογνώμονα

Με στόχο τη διαπίστωση της αιτίας της έκρηξης – φωτιάς και την ενεχόμενη συμμετοχή της στον θάνατο κάποιων θυμάτων, η τεχνική έκθεση κλείνει με συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες είναι οι εξής:

1. Περαιτέρω διερεύνηση – ανάλυση από τους διορισθέντες πραγματογνώμονες και απόδειξη με πραγματικά τεχνικά στοιχεία της συμμετοχής του ελαίου σιλικόνης, στη δημιουργηθείσα “έκρηξη”, οι οποίοι αναφέρονται στο θέμα αυτό, εντελώς αποσπασματικά, χωρίς καμία ερμηνεία ή ουσιαστική εξήγηση. Προτείνονται προσομοιώσεις αναφλέξεως ελαίου σιλικόνης σε συνδυασμό με κινηματογράφηση με απλές θερμικές κάμερες, ενέργεια η οποία θα επιτρέψει να διαπιστωθούν τα παραγόμενα αέρια από την καύση του ελαίου και έτσι να εξακριβωθεί κατά πόσο είναι συμβατή η κατά τους διορισθέντες πραγματογνώμονες θεωρία ότι το έλαιο σιλικόνης είχε παρουσία ως μοναδικό καύσιμο στην περιοχή του δυστυχήματος.

Επιπλέον, εάν στο παραπάνω πείραμα χρησιμοποιηθούν ίδιες κάμερες ασφαλείας με αυτές που κατέγραψαν το δυστύχημα, θα καταστεί δυνατή η σύγκριση των χρωμάτων που κατέγραψαν οι κάμερες με αυτά που παράγονται κατά την καύση ελαίου σιλικόνης.

Παράλληλα το ίδιο πείραμα πρέπει να γίνει και με τα άλλα καύσιμα και εκρηκτικά μείγματα που ανιχνεύθηκαν για να συγκριθεί το οπτικό αποτέλεσμα των καταγραφών των πειραματικών εκρήξεων.

  • Λήψη περισσότερων δειγμάτων προς εξέταση τόσο από το έδαφος και κυρίως κάτω από το μπαζωμένο τμήμα ή τα αφαιρεθέντα χώματα (εάν υπάρχουν), όσο και από τα βαγόνια της εμπορικής αμαξοστοιχίας που αποδεδειγμένα ανεφλέγησαν.
  • Λήψη δειγμάτων και ανάλυση, από τα τοιχώματα του βαγονιού του κυλικείου, γιατί τόσο σε αυτό όσο και στην εμπορική αμαξοστοιχία (πλατφόρμες κοντέινερ) πιθανόν να υπάρχουν αιθάλες, που η ανάλυσή τους μέσω φασματογραφίας μάζας πιθανόν να μας δώσει εικόνα, υλικά και τρόπο με τον οποίο κάηκαν.
  • Λήψη δειγμάτων από τις λαμαρίνες των κοντέινερ που ήταν φορτωμένα στα τρία πρώτα βαγόνια της εμπορικής και ανάλυση στις αιθάλες που βρίσκεται σε αυτά (αν βρίσκεται ακόμη).
  • Αναζήτηση στο εμπόριο ενδυμάτων – υποδημάτων όμοιων με αυτά που καταγράφηκαν ως προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων, αποστολή σε ειδικά εργαστήρια. Εκεί, αφού αναχθούν σε παρόμοιες συνθήκες, να ερευνηθεί εάν απελευθερώνουν βενζόλιο, ξυλόλιο, τουλουόλιο και άλλους διαλύτες σαν αυτούς που βρέθηκαν στις αναλύσεις του Χημείου του Κράτους.
  • Για τις παραπάνω μετρήσεις, το αυθεντικό βίντεο ή κάθε βιντεοσκοπημένο υλικό, ως και τα λοιπά πειστήρια να αποσταλούν σε εξειδικευμένο εργαστήριο ημεδαπό ή αλλοδαπό, το οποίο μπορεί να κάνει αναλύσεις υλικών, πιστοποιήσεις για πυρίμαχα, προσομοιώσεις με πειραματικές καύσεις – εκρήξεις κ.λπ. και το οποίο αδιαμφισβήτητα μπορεί να δώσει απάντηση στο υλικό και τις συνθήκες δημιουργίας του φαινομένου bleve (πυρόσφαιρα).
  • Προς τούτο, καλό είναι να ληφθεί δείγμα από την κάμερα ασφαλείας (που μαγνητοσκόπησε το περιστατικό) σε συνθήκες μέρας, για να δούμε πώς θα φαίνονταν τα βαγόνια στο φυσικό φως.

Οι εκρηκτικές ουσίες και τα εγκαύματα των πυροσβεστών

Σε άλλο σημείο της έκθεσης, ο κ. Κοκοτσάκης επανέρχεται στο ζήτημα των εκρηκτικών ουσιών που εντοπίστηκαν. Επισημαίνει ότι η θερμοκρασία στην περίπτωση των Τεμπών ξεπέρασε τους 600 βαθμούς. Αναφέρει τα υλικά, ουσίες, ενώσεις κ.λπ. τα οποία έχουν εκρηκτική συμπεριφορά αναμειγνυόμενα με τον αέρα και μεταξύ άλλων είναι:

  • Οργανικοί διαλύτες και καύσιμα (βενζόλιο, ξυλόλιο, τολουόλιο, εξάνιο, πεντάνιο, επτάνιο κ.λπ.)
  • Υγραέρια (βουτάνιο, προπάνιο, αιθάνιο κ.λπ.)

«Όλα τα παραπάνω καύσιμα, υλικά και οργανικοί διαλύτες, χημικές ενώσεις και πολλά περισσότερα, βρέθηκαν και αναλύθηκαν στα περισσότερα των δειγμάτων του Γενικού Χημείου του Κράτους και των οποίων αρκεί η παρουσία μικρής σχετικά “καθαρής” ποσότητας και κατάλληλων συνθηκών (όπως στην περίπτωση Τεμπών) για να έχουν εκρηκτική συμπεριφορά».

Στην έκθεση υπογραμμίζεται για ακόμα μία φορά ότι «κατ’ ουδένα τρόπο (το έλαιο σιλικόνης σε κάθε του μορφή) δεν εκδηλώνει τέτοιες συμπεριφορές, ούτε αναμειγνυόμενο με τον αέρα, μπορεί να δημιουργήσει εκρηκτικό μίγμα με τέτοια ορμή και ταχύτητα».

Γίνεται μάλιστα συσχετισμός με τον αποδεδειγμένο τραυματισμό 4 πυροσβεστών της ομάδας πυρόσβεσης, των οποίων η ιατρική γνωμάτευση αναφέρει ότι υπέστησαν «χημικά εγκαύματα» διαφόρων βαθμών, χωρίς οι πυροσβέστες να έρθουν σε επαφή με άμεσες φλόγες, αλλά πιθανόν με τα κατάλοιπα κατάσβεσης (νερά με φερτά από αυτά υλικά) και τα οποία διαπέρασαν τη στολή τους και τους προκάλεσαν τέτοιου είδους τραυματισμό.

«Τα χημικά εγκαύματα δεν συνάδουν σε επαφή με έλαιο σιλικόνης σε οποιαδήποτε μορφή του, διότι ούτε αυτή ούτε τα παράγωγά της έχουν αρνητικές επιδράσεις στο δέρμα των ανθρώπων (δεν έχει αναφερθεί παγκοσμίως τέτοιο περιστατικό), αντίθετα τα χημικά αυτά εγκαύματα συνάδουν με την επαφή με ουσίες όπως οργανικοί διαλύτες που είναι ισχυρά τοξικοί. Τέτοιοι διαλύτες έχουν ανιχνευτεί στα ληφθέντα δείγματα, (βενζόλιο, ξυλόλιο, τολουόλιο κ.λπ.)».

Must read

Related Articles