«Ακριβώς ή περίπου» ήταν το μότο μιας διαφήμισης γνωστού ουίσκι τη 10ετία του ’90. Ήταν μια εποχή που η ακρίβεια και η αριστεία, είχε σημασία. Μάλιστα, έδινε και το στίγμα του ευ ζήν.
Από τότε μέχρι τώρα, οι ακριβείς επιλογές στην καθημερινή πράξη φθίνουν, και ο νόμος Pareto – που το 20% της προσπάθειας δίνει το 80% του αποτελέσματος – έχει «πάρει κεφάλι» και ακολουθείται σχεδόν παντού.
Οι «εκπτώσεις» που θέλουν να είμαστε ικανοποιημένοι με το 80% του αποτελέσματος «για λόγους οικονομίας», αντί για το 100%, βρίσκουν εφαρμογή πλέον, ακόμη και στην υγεία. Παρά το γεγονός ότι οι ιατρικές σχολές απαιτούν μόνο άριστους φοιτητές, μετά το πτυχίο, αρχίζουν οι εκπτώσεις.
Όμως η ιατρική είναι κατ΄ εξοχήν επιστήμη ακριβείας. Το γεγονός αποδέχονται και οι οικονομολόγοι της υγείας, που επισημαίνουν πως στην υγεία, η ανάγκη πρέπει να καλυφθεί από την πρώτη φορά με την δέουσα ιατρική πράξη. Διαφορετικά, δεν έχει καλυφθεί.
Η ανελαστικότητα αυτή είναι τόσο απόλυτη, που έχει απόλυτη σημασία το … ακριβώς και όχι το … περίπου.
Γι΄ αυτό εξάλλου, μεταπτυχιακά προγράμματα για τα οικονομικά της υγείας εφιστούν την προσοχή: «Κάν’ το από την πρώτη φορά σωστά».
Τι γίνεται όμως στην πράξη;
Είτε πρωτοβάθμια, είτε δευτεροβάθμια περίθαλψη, πληθαίνει η λογική του επείγοντος, δίνοντας κάτι σαν «πρώτες βοήθειες» για να αφήσουν στον … επόμενο την τελική λύση.
Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι όμως αυτή η αντιμετώπιση;
Για να δοθεί λύση σε ένα πρόβλημα υγείας, έχει σημασία να λαμβάνεται υπόψιν όχι μόνο το σύμπτωμα που έφερε τον ασθενή στο γιατρό, αλλά και το προφίλ του κάθε ασθενή, γιατί δεν «βγαίνουμε» όλοι από το ίδιο καλούπι.
Έχει σημασία λοιπόν:
- ο φάκελος του ασθενή να είναι ορατός στο γιατρό για να μπορεί ο τελευταίος να πάρει τη σωστή απόφαση. Γιατί οι γενικοί κανόνες μπορεί να μην αρκούν – πράγμα πολύ σύνηθες – για πολλούς ασθενείς.
- ο γιατρός να διαβάζει το προφίλ του ασθενή, που μόνο από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση, δίνει σημαντικά στοιχεία για τη νοσηρότητα του ατόμου που εξετάζει.
- ο γιατρός να έχει και ενσυναίσθηση και πρόθεση να δώσει λύση από την πρώτη στιγμή, έστω κι αν θα χρειαστεί παρακολούθηση στη συνέχεια.
Τίποτα όμως από τα τρία παραπάνω στοιχεία δεν αρκούνται σε μια προσπάθεια της τάξης του 20%. Για την ακρίβεια, χρειάζεται πολύ περισσότερο.
Γιατί η μη επίλυση του ζητήματος, θα κρατάει συνεχώς τον ασθενή μέσα στο σύστημα υγείας, στην προσπάθεια να βρει λύση στο πρόβλημά του, φορτώνοντας το σύστημα με πρόσθετες εξετάσεις, προσπάθειες διάγνωσης και απανωτές θεραπείες.
Στο εξωτερικό, δια του αποτελέσματος, οι επιπλοκές στην υγεία, παραπέμπουν σε κακή ιατρική πρακτική του αρχικού γιατρού.
Εδώ, το θέμα του malpractice δεν είναι τόσο συχνό. Αυτό που τίθεται όμως, είναι η συνεχής εκπαίδευση του ιατρικού σώματος, για την οποία ο κάθε γιατρός έχει και το δικό του μερίδιο ατομικής ευθύνης.
Και όσο αυτή η συνεχόμενη εκπαίδευση δεν γίνεται, τόσο υποβαθμίζεται η αξία του ιατρικού σώματος, αφήνοντας περιθώρια για περαιτέρω «εκπτώσεις» στο σύστημα υγείας, υποβαθμίζοντας τις περιφερειακές δομές σε μονάδες «επειγόντων» και επικέντρωση σε μεγάλες δομές των αστικών κέντρων, πρακτική που θα μπορούσε να δώσει λύση στα περιορισμένα δημοσιονομικά, μειώνοντας την ανάγκη για προσλήψεις