Το κόστος που χρεώνουν οι τράπεζες για τη μεταφορά χρημάτων μεταξύ δύο διαφορετικών τραπεζών είναι υπέρογκο σε σχέση με τη γενικότερη τάση στον τομέα των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που ευνοεί τις πληρωμές, όχι μόνο μέσω πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, αλλά την απευθείας μεταφορά χρημάτων μεταξύ λογαριασμών από τράπεζα σε τράπεζα. Το μέσο κόστος στη χώρα μας διαμορφώνεται κοντά στα 3 ευρώ, εάν η συναλλαγή δεν γίνεται άμεσα και 4-5 ευρώ αν η συναλλαγή εκτελεστεί άμεσα. Επιπλέον είναι σε σημαντικό βαθμό στρεβλό και χαρακτηριστική περίπτωση στρέβλωσης συνιστά η επιβολή προμήθειας για το εισερχόμενο και το εξερχόμενο έμβασμα, που συνιστά ουσιαστικά διπλή χρέωση για την ίδια συναλλαγή και αποτελεί ευρωπαϊκή πρωτοτυπία.
Οι τράπεζες έχουν εφαρμόσει τη λογική του εισερχόμενου και εξερχόμενου εμβάσματος, όχι μόνο στις παλιές συναλλαγές αυτού του τύπου και οι οποίες εκτελούνταν με χρονοκαθυστέρηση 2-3 ημερών. Το ίδιο έχουν υιοθετήσει και για τις μεταφορές πίστωσης μέσω άμεσης πληρωμής, δηλαδή σε μερικά δευτερόλεπτα, για τις οποίες το κόστος με βάση τα τιμολόγια είναι μεταξύ 2-2,5 ευρώ, αλλά σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η χρέωση της τράπεζας-αποδέκτη των χρημάτων. Βασικό πρόβλημα των τραπεζικών χρεώσεων είναι επίσης η έλλειψη διαφάνειας, αφού σε ό,τι αφορά τη διπλή χρέωση κάποιος θα πρέπει να ανατρέξει στα τιμολόγια και των δύο τραπεζών προκειμένου να διαπιστώσει το συνολικό κόστος.
Στις συναλλαγές με χώρες του εξωτερικού η πιο διαδεδομένη και ακριβή συναλλαγή είναι η αποστολή χρημάτων σε τράπεζα εκτός Ευρωζώνης, συνήθως τη Μ. Βρετανία, που επιβαρύνεται με κόστος μετατροπής συναλλάγματος, αλλά και προμήθεια συναλλάγματος. Το κόστος μετατροπής συναλλάγματος διαμορφώνεται στο 2% περίπου του ποσού που μεταφέρεται, ενώ η προμήθεια συναλλάγματος διαμορφώνεται στο 1 τοις χιλίοις του ποσού, με ελάχιστο όμως τα 5 ευρώ και μέγιστο τα 30 ευρώ, καθιστώντας την αποστολή χρημάτων ιδιαίτερα δαπανηρή υπόθεση.