Η άρρηκτη σχέση γλώσσας και ταυτότητας στην οθόνη του 20ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ

Όταν το μακρινό 1981 ο Ισραηλινός κινηματογραφιστής David Perlov (Νταβίντ Περλόφ) γυρνούσε το “In Search of Ladino” (Αναζητώντας τα σεφαραδίτικα), δεν είχε ίσως κατά νου ότι μαζί με ένα ντοκιμαντέρ για μια γλώσσα και την άρρηκτη σχέση της με την ταυτότητα -του καθενός από εμάς και του Άλλου- θα παρέδιδε στην ιστορία και την κοινωνία τού μόλις 33χρονου (τότε) κράτους του Ισραήλ θραύσματα μνήμης Ελλήνων επιζησάντων του Ολοκαυτώματος, που πρωταγωνιστούν σε ένα μεγάλο κομμάτι του ομότιτλου ντοκιμαντέρ, το οποίο προβλήθηκε στο πλαίσιο του 20ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Τα σεφαραδίτικα, το ιδίωμα των Εβραίων που εκδιώχθηκαν από την Ισπανία και βρήκαν καταφύγιο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι το κοινό “όχημα” επικοινωνίας ανθρώπων που μοιράζονται με τον θεατή τις αναμνήσεις -από τις πρώτες πατρίδες και τη Σοά, το Ολοκαύτωμα- τις ελπίδες αλλά και την αγωνία τους για τη διατήρηση της ντοπιολαλιάς τους, αυτής που το ναζιστικό μένος δεν κατάφερε να σβήσει από την ψυχή και το μυαλό τους. Και ο Νταβίντ Περλόφ συνθέτει αριστοτεχνικά αυτά τα σπαράγματα μνήμης και τις μαρτυρίες των ανθρώπων σ’ ένα ντοκιμαντέρ που μπορεί να γυρίστηκε το 1981, αλλά παραμένει επίκαιρο, όπως επίκαιρη είναι στη διαχρονία της η σχέση του ανθρώπου με τη γλώσσα.

“Ο πατέρας μου, μετανάστης και ο ίδιος, ήταν πάντα μέρος της πραγματικότητας που περιέγραφε, ενώ ταυτόχρονα ήταν κι εκτός αυτής ως μάρτυρας. Παρατηρούσε τα πράγματα έξωθεν ως μετανάστης, αλλά ήταν και τμήμα του κόσμου που περιέγραφε στις ταινίες του. Ο εθνοτικός, πολιτιστικός και γλωσσικός πλούτος της ισραηλινής ζωής ήταν ελκυστικός για τον πατέρα μου”, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κόρη του Νταβίντ Περλόφ, Γιαέλ, δημοσιογράφος και παραγωγός και η ίδια, η οποία πρωτοστάτησε και στην πρόσφατη αποκατάσταση του ντοκιμαντέρ για τα σεφαραδίτικα. Μια διαδικασία δύσκολη και χρονοβόρα, η οποία αποζημίωσε, ωστόσο, τόσο την ίδια όσο και το κοινό.

“Ο πατέρας μου”, σημειώνει η Γιαέλ Περλόφ, “μιλούσε ισπανικά, πορτογαλικά, γαλλικά, εβραϊκά και γίντις και όλες του οι ταινίες εξιστορούν τον κατακερματισμό, αλλά ταυτόχρονα και την ενότητα της ισραηλινής ταυτότητας, μιας πλούσιας ταυτότητας ενίοτε χαμένης μέσα στο χωνευτήρι του σιωνισμού”.

Η ταινία επρόκειτο να είναι τμήμα μιας τριλογίας για τα σεφαραδίτικα, τα εβραϊκά και τα γίντις, ωστόσο το “In Search of Ladino” ήταν το μοναδικό από τα τρία ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν τελικά, διασώζοντας σημαντικές μαρτυρίες για ένα ιδίωμα που προσπαθεί να κρατήσει τη “φλόγα” του αναμμένη καθώς “χάνονται” σιγά σιγά οι φυσικοί ομιλητές του. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Γιαέλ Περλόφ, το “In Search of Ladino” δεν είναι μια ταινία “για τη γλώσσα που χάνεται, δεν είναι μια ελεγεία για τον θάνατό της, αλλά ένα ανθρώπινο πορτρέτο γεμάτο αισιοδοξία, χωρίς νοσταλγία ή ρομαντισμό”, που “απλώς λέει ότι έτσι είναι, έτσι έχουν τα πράγματα. Η ταινία ασχολείται με την πραγματικότητα όπως ακριβώς είναι, ούτε την εξωραΐζει ούτε προσπαθεί να της δώσει έναν τόνο νοσταλγίας”.

“Το παρελθόν δεν μπορεί να είναι απλώς νοσταλγία. Είναι η ταυτότητά σου και σου δίνει ώθηση για να σηκωθείς από τον καναπέ σου, αντικατοπτρίζεται στην ίδια την καθημερινότητά σου” τονίζει.

Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1981, τέσσερα χρόνια πριν από τη “Shoa” του Κλοντ Λάντσμαν και, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Λιάτ Μπενχαμπίμπ, διευθύντρια του Οπτικοακουστικού Κέντρου του Yad Vashem (με “ρίζες” και από τη Ρόδο), “…για πρώτη φορά είδα κάποιο σκηνοθέτη να κοιτάει τους πρωταγωνιστές του στα μάτια και να γίνεται μάρτυρας των διασωθέντων και να βάζει τους ίδιους τους επιζώντες στο κέντρο του κάδρου”.

Το Οπτικοακουστικό Κέντρο του Yad Vashem βοήθησε στην παραγωγή για την αποκατάσταση της ταινίας περίπου μισό χρόνο νωρίτερα μαζί με την κόρη του Περλόφ, η οποία κατά την προβολή της ταινίας δήλωνε ευτυχής “που η ταινία αυτή γίνεται μέρος της αναγέννησης της γλώσσας αυτής τόσο όσον αφορά το ακαδημαϊκό κομμάτι όσο και το πολιτισμικό” αλλά κυρίως επειδή “…η ταινία προβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου μέχρι το 1940 ακουγόταν τα σεφαραδίτικα με μεγάλη ένταση, στο λιμάνι (όπου και η αίθουσα που προβλήθηκε η ταινία) και αλλού”.

“Η πλευρά από την οποία κινηματογραφούσε ο Περλόφ είχε πάντα μια αυτοαναφορικότητα. Αντανακλούσε πάντα τον εαυτό του. Λέει τις ιστορίες όπως έγιναν για το τότε και το εκεί, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθεί να ψάξει το εδώ και το τώρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα φιλμ του Περλόφ για το Ολοκαύτωμα τα κατατάσσω στα φιλμ της τρίτης γενιάς. Αυτό που καθορίζει αυτά τα φιλμ είναι ότι έχουν να κάνουν με την ταυτότητα και τη μνήμη και όχι απαραίτητα με την ιστορία” εξηγεί η Λιάτ Μπενχαμπίμπ, χαρακτηρίζοντας “πολιτιστικό διαμάντι” το ντοκιμαντέρ για τα σεφαραδίτικα (ή σπανιολίτ, όπως τα ακούμε συχνά στην ταινία από τους φυσικούς ομιλητές).

Ο Ισραηλινός κινηματογραφιστής Νταβίντ Περλόφ γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1930. Το 1957 γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους “Old Aunt China”, μια ταινία κινουμένων σχεδίων βασισμένη στα σαρκαστικά σκίτσα και σε ζωγραφιές μιας δεκατετράχρονης που ζούσε στη Λιόν στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Περλόφ τα είχε ανακαλύψει στη σοφίτα ενός σπιτιού στο Παρίσι όπου έμενε εκείνη την εποχή. Το 1958 ο Perlov μετανάστευσε στο Ισραήλ για να εγκατασταθεί στο κιμπούτς Bror Hayil. Από το 1970 κρατούσε το δικό Tagebuch, ένα Ημερολόγιο όχι λογοτεχνικό, αλλά κινηματογραφικό, ενώ όταν πέθανε το 2003, άφησε πίσω, στο σπίτι του στο Τελ Αβίβ, δεκάδες Hefte (τετράδια) γεμάτα κείμενα για ταινίες, βιογραφικά σημειώματα κ.ά.

Must read

Related Articles